- αιρετοκριτής
- οδιαιτητής που διοριζόταν επί Τουρκοκρατίας σε νησιά τού Αιγαίου από το δικαστήριο με τη συγκατάθεση τών διαδίκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιρετός + κριτής.ΠΑΡ. νεοελλ. αιρετοκριτικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιρετοκρισία — η [αιρετοκριτής] διαιτησία, διαδικασία, διεξαγωγή δίκης από αιρετοκριτές … Dictionary of Greek
αιρετοκριτικός — ή, ό [αιρετοκριτής] αυτός που αναφέρεται στον αιρετοκριτή ή στην αιρετοκρισία, διαιτητικός … Dictionary of Greek
Ψαλίδας, Αθανάσιος — (Ιωάννινα 1767 – Λευκάδα 1829). Δάσκαλος του Γένους. Από παλαιά και εύπορη ηπειρωτική οικογένεια, ο Ψ. έμαθε τα πρώτα και τα εγκύκλια γράμματα στα Ιωάννινα και αργότερα (μετά το 1785) στη Νίζνα και στην Πολτάβα της Ρωσίας, όπου ήταν εγκατεστημένα … Dictionary of Greek